ἀλίθιος

ἀλίθιος
ᾱλῐθιος
1 purposeless (but cf. Wil., S. & S., 176̆{1}.)

χόλος δοὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλίθιος — ἀ̱λίθιος , ἠλίθιος idle masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλίθιος — ια, ιο (AM ἠλίθιος, ία, ον, Α και δωρ. τ. ἀλίθιος, ία, ον) ανόητος, μωρός, βλάκας αρχ. 1. μάταιος, ανωφελής, μηδαμινός, άσκοπος («βέλος ἠλίθιον σκήψειεν», Αισχύλ.) 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν έχει αισθήσεις, ο αναίσθητος 3. φρ. «ἠλίθιον ἔστι»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”